- ακρεβάτιαστος
- ακρεβάτιαστος, -η, -ο και ακρεβάτωτος, -η, -οαυτός που δεν έπεσε στο κρεβάτι μολονότι άρρωστος: Πέρασα τη γρίπη ακρεβάτωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.